Ιδιαιτέρως ανησυχητικά ευρήματα για την υψηλή έκθεση σε μητέρες και παιδιά της Κρήτης της απαγορευμένης και πολύ επικίνδυνης ουσίας DDT έφερε στο φως μια μεγάλη και ενδελεχής έρευνα επιστημόνων του Πανεπιστημίου Κρήτης, η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη τα τελευταία 15 χρόνια και πλέον τα αποτελέσματά της έχουν πλέον δημοσιευτεί.
Ο Ευριπίδης Στεφάνου, ομότιμος καθηγητής Χημείας, πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και επικεφαλής της μακροχρόνιας έρευνας (μαζί με τον Μανώλη Κογεβίνα), μίλησε στο Ράδιο Λασίθι για τα αποτελέσματα της έρευνας κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου κυρίως προς τις ελεγκτικές αρχές της χώρας μας.
Η έρευνα που αποτελεί την μοναδική του είδους της στην Ελλάδα εστίασε σε 1.500 ζεύγη μητέρων και των παιδιών τους από την περιοχή του νομού Ηρακλείου. Όπως λέει ο κ. Στεφάνου εξαρχής φάνηκε πως τα επίπεδα του DDT και DDE στην Κρήτη ήταν πολύ υψηλότερα από εκείνα που προέκυπταν σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Η ομάδα του κ. Στεφάνου πραγματοποιούσε μετρήσεις στον αέρα, το νερό, καθώς και στα αιματολογικά ουρολογικά δείγματα από τις μητέρες και τα παιδιά. Ταυτόχρονα η ιατρική ομάδα της μελέτης πραγματοποιούσε επίσης τις κλινικές εξετάσεις στις μητέρες και τα παιδιά τους, εξασφαλίζοντας έτσι μια συνολική προσέγγιση για την κατανόηση των επιπτώσεων αυτών των ουσιών.
Αυξημένα επίπεδα DDΤ βρέθηκαν στα παιδιά ηλικίας 6,5 ετών σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους συνομήλικους τους, με τα υψηλότερα επίπεδα DDΤ να παρατηρούνται στα παιδιά ηλικίας 4 ετών και τα χαμηλότερα στα 11 ετών. Η μείωση της συγκέντρωσης DDΤ, που παρατηρήθηκε από τη γέννηση έως την ηλικία των 11 ετών, υποδηλώνει ότι τα παιδιά της μελέτης ΡΕΑ στην Κρήτη εκτέθηκαν ενδομήτρια σε αυτές τις απαγορευμένες ουσίες πιθανώς μέσω θηλασμού και πρόσληψης τροφής κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Το DDT, μια ουσία που χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως ένα πολύ αποτελεσματικό φυτοφάρμακο κατά τη διάρκεια και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει απαγορευτεί εδώ και δεκαετίες λόγω των καταστροφικών επιπτώσεών του στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία. Ωστόσο, τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι τα κατάλοιπα του DDT εξακολουθούν να υφίστανται σε επικίνδυνα επίπεδα. Ο κ. Στεφάνου επεσήμανε ότι παρά την απαγόρευση τόσο της χρήσης όσο και της κατασκευής της ουσίας από τις περισσότερες χώρες του κόσμου, τα αποτελέσματα της έρευνας κάνουν σαφές ότι η παραγωγή και η χρήση του συνεχίζεται.
Ο κ. Στεφάνου ανέφερε πως από τα στοιχεία της Europol που ασχολείται με την παράνομη διακίνηση φυτοφαρμάκων στην Ευρώπη, υπολογίζεται ότι το 14% των είναι παράνομα, ενώ το 2023 κατασχέθηκαν πάνω από 2.000 τόνοι παράνομων φυτοφαρμάκων, γεγονός που υπογραμμίζει την έκταση του προβλήματος και την ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους και δράσεις από τις αρχές. Παράλληλα η εύρεση του DDT σχετίζεται και με νόμιμες εισαγωγές τροφίμων από τρίτες χώρες στα οποία όμως δεν γίνονται οι απαραίτητοι έλεγχοι.
“Κολυμπάμε σε έναν ωκεανό χημικών ουσιών,” ανέφερε χαρακτηριστικά ο Στεφάνου, υπογραμμίζοντας τις πολλαπλές πηγές έκθεσης σε χημικά – από το φαγητό και το νερό, μέχρι τον αέρα και τα προϊόντα καθημερινής χρήσης. Όπως τόνισε, πέρα από το DDT οι χημικές ουσίες που εντοπίστηκαν στα ευρήματα της μελέτης δεν περιορίζονται μόνο στα αγροτικά προϊόντα, αλλά βρίσκονται και σε υλικά κατασκευής, συσκευασίες τροφίμων και καλλυντικά, γεγονός που καθιστά την έκθεσή μας σχεδόν αναπόφευκτη.
“Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουμε στοιχεία, σε αντίθεση με άλλες χώρες, για τη συγκέντρωση των συγκεκριμένων απαγορευμένων σκευασμάτων στις τροφές και τα προϊόντα του εμπορίου”, ανέφερε ο κ. Στεφάνου, τονίζοντας πως ακόμα κι αν πρόκειται για απαγορευμένες ουσίες όπως το DDT θα έπρεπε να συνεχίσουμε να τα ψάχνουμε. Τα αποτελέσματα της έρευνας επισημαίνουν τη συνεχιζόμενη παρουσία και τους κινδύνους για την υγεία από τα απαγορευμένα φυτοφάρμακα όπως το DDT, την αύξηση της αγοράς παράνομων φυτοφαρμάκων και την ανάγκη περαιτέρω έρευνας για την κατανόηση και τη μείωση των επιπέδων έκθεσης στα παιδιά.
Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν ότι και οι αγρότες και οι καταναλωτές είναι εκτεθειμένοι σε έναν συνεχιζόμενο κίνδυνο. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από την έλλειψη επαρκών ελέγχων στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά τους μηχανισμούς προστασίας ανίσχυρους να διασφαλίσουν την ασφάλεια των καταναλωτών. Ο Στεφάνου σημείωσε ότι η έλλειψη αυστηρής επιτήρησης και ελέγχου δημιουργεί ένα επικίνδυνο κενό, το οποίο αφήνει περιθώρια για παράνομες πρακτικές και αλόγιστη χρήση ουσιών που έχουν απαγορευτεί για σοβαρούς λόγους. Παράλληλα ανέφερε πως αναγκαία είναι και η μεγαλύτερη ενημέρωση των αγροτών για την ορθή εφαρμογή των φυτοφαρμάκων ώστε να μην κινδυνεύουν οι ίδιοι.
Ο Στεφάνου τόνισε ότι οι καταναλωτές και οι αγρότες θα πρέπει να απαιτούν αυστηρότερους ελέγχους, ενώ οι δημόσιες αρχές οφείλουν να ενισχύσουν τους μηχανισμούς επιτήρησης και ελέγχου της χρήσης χημικών ουσιών.